ἐρεθιστικούς

ἐρεθιστικούς
ἐρεθιστικός
of
masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • προκλητικός — ή, ό / προκλητικός, ή, όν, ΝΑ [προκαλῶ] νεοελλ. 1. αυτός που έχει την ιδιότητα να προκαλεί με ερεθιστικούς λόγους ή πράξεις, αυθάδης (α. «προκλητικοί λόγοι» β. «προκλητική συμπεριφορά») 2. αυτός που γίνεται ή φέρεται κατά τρόπο που να δελεάζει, ο …   Dictionary of Greek

  • πταρμός — ο, ΝΑ, και φταρμός Ν [πτάρνυμαι] αιφνίδια σπασμωδική κίνηση τών εκπνευστικών μυών, χάρη στην οποία ο αέρας απομακρύνεται απότομα και βίαια από το αναπνευστικό σύστημα διά μέσου τής μύτης και τού στομάχου, κίνηση που αποτελεί αντανακλαστικό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”